- δροσερός
- -ή και -ά, -ό (AM δροσερός, -ά, -όν)1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί»)2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα»)3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα»)νεοελλ.Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο»)II. το θηλ. ως ουσ. η δροσεράεντομοφάγο φυτό τής οικογένειας δροσερίδες.
Dictionary of Greek. 2013.